ὑγιότης

ὑγιότης
ὑγῐό-της, ητος, ,
A soundness: in Logic, S.E.M.8.118.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υγιότης — ητος, ἡ, Α [ὑγιής] (λογ.) η ιδιότητα τού ορθού, ορθότητα …   Dictionary of Greek

  • ὑγιότητα — ὑγιότης soundness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιότητος — ὑγιότης soundness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”